Saturday, August 23, 2014

ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙΣ!...



ΧΕΝΡΙ ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΘΟΡΟΟΥ, 1817-1862, Αμερικανός συγγραφέας, ποιητής και φιλόσοφος, γνωστός περισσότερο για το αριστούργημά του Walden, ένα βιβλίο που εμπεριέχει τις σκέψεις του για το πώς είναι να ζει κάποιος με τον πιο απλό τρόπο, κάτι που πολλοί από εμάς δεν ξέρουμε τι σημαίνει ή, εάν το ξέραμε κάποτε, τώρα το έχουμε ξεχάσει.

ΕΧΟΥΜΕ αναφερθεί πολλές φορές στο βιβλίο αυτό, όπως και στο άλλο μνημειώδες έργο του Resistance to Civil Government, δηλαδή Αντίσταση στην Αστική Κυβέρνηση ή, όπως αλλιώς είναι γνωστό, Κοινωνική Απειθαρχία. Πρόκειται για μία έκθεση, στην ουσία, με την φιλοσοφική αλλά και πρακτική θεώρησή του για την πολιτική και κυρίως για το πώς μπορεί κάποιος, χωρίς βία, να αντισταθεί σε μία άδικη κατάσταση. Το έργο του αυτό έχει επηρρεάσει πολλούς πολιτικούς, όπως τον Τολστόϊ, τον Γκάντι και τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ.

ΣΗΜΕΡΑ, παρουσιάζουμε σε δική μας, αυθαίρετη μετάφραση από τα αγγλικά, απόσπασμα ενός άλλου κειμένου του που βρίσκουμε στο έργο του The Journal, 1837-1861. Αναφέρεται στο «Υπέροχο Δώρο του να Μεγαλώνεις», και γράφτηκε λίγο μετά την συμπλήρωση των 40 του χρόνων. Όπως συνήθιζε, χρησιμοποιούσε ένα πραγματικό γεγονός που βίωσε ο ίδιος, και το παρουσίαζε ως παραβολή.

«ΕΙΔΑ τον Μπρουκς Κλάρκ που είναι τώρα γύρω στα 80, γερμένος σαν τόξο, να προχωρά γοργά στον δρόμο, ξυπόλυτος ως συνήθως, μ’ ένα τσεκούρι στο χέρι. Βιαζόταν ίσως λόγω της επίπτωσης που είχε ο κρύος καιρός επάνω στις γυμνές του πατούσες. Όταν έφτασε κοντά σε μένα, πρόσεξα ότι εκτός από το τσεκούρι στο ένα χέρι, κρατούσε και τα παπούτσι του στο άλλο, γεμάτα με μήλα με μικρούς ρόζους και έναν νεκρό κοκκινολαίμη.

ΚΟΝΤΟΣΤΑΘΗΚΕ και μου μίλησε για λίγο. Είπε ότι περάσαμε ένα σεβαστό φθινόπωρο και ίσως να μας περιμένει τώρα ένας κρύος καιρός. Τον ρώτησα αν είχε βρει το πουλάκι νεκρό, και μου απάντησε “όχι”. Το’χε βρει, είπε, με το φτερό σπασμένο και το σκότωσε για να μην υποφέρει. Πρόσθεσε ακόμα ότι είχε βρει μερικά μήλα στο δάσος, και μιας και δεν είχε με τι να τα κουβαλήσει, τα έβαλε μες τα παπούτσια του. Πρόσεξα ότι είχε και αρκετά μες τες τσέπες του.

ΤΟ παλιό του παλτό, σκισμένο σε λουρίδες, κρεμόταν από πάνω του, φτάνοντας ως κάτω στα γυμνά του πόδια λες κι ηταν παντέλονο. Ηταν σαν πρόσκοπος που βγήκε βόλτα στο δάσος ένα το κρύο απόγευμα, να ιδεί τι θάβρισκε, όπως θάκανε ένα μικρό παιδί. Με ευχαρίστησε που έβλεπα αυτόν τον ηλικιωμένο άνθρωπο, με τόση εξασθενημένη λαβή επάνω στη ζωή, διπλωμένο, σχεδόν διπλό, κι όμως να απολαμβάνει τα δειλινά της ζωής του.

ΜΕ τίποτα δεν θα αποκαλούσα παράξενη αυτήν την παιδική του χαρά που βρήκε κάτι στο δάσος και που το κουβαλούσε στο σπίτι του ένα οκτωβριανό δειλινό, για να το προσθέσει ως έπαθλο στη χειμερινή του τροπαιοθήκη.  Όχι, κάθε άλλο! Ήταν ένας ευτυχής συνταξιούχος της Φύσης, ικανός να εξασφαλίζει το φαγητό του με μια βόλτα στο δάσος.

Α, ναι! Χίλιες φορές καλύτερος ο δικός του κοκκινολαίμης παρά η δικιά σας γαλοπούλα. Τα παπούτσια του γεμάτα από μήλα από τα δικά σας βαρέλια. Θα είναι πιο γλυκά, και θάχουν μια καλύτερη ιστορία πίσω τους… Ο άνθρωπος σε προχωρημένη ηλικία είναι όσο ανεκτικός και ευτυχής, όσο ένα βρέφος. Εάν ο κ. Κλαρκ ήταν πιο νέος, με το που θα με έβλεπε θα πέταγε τα μήλα και θα φορούσε τα παπούτσια του από ντροπή. Αλλά τα γηρατειά είναι πιο αντρίκια. Πιο γενναία. Έχουν μάθει να ζουν. Και βρίσκουν, όπως και τα βρέφη, λιγότερες δικαιολογίες…»
ΥΓ.: Εικονογράφηση από το βιβλίο «Από τον Henry Hikes στον Fitchburg», ένα παιδικό βιβλίο για την φιλοσοφία του Thoreau.

No comments:

Post a Comment

Ο Νορβηγός ζογκλέρ*

  Στο τρένο, Παρασκευή κατά τις 11.30 το πρωί, από Κηφισιά-Μοναστηράκι. Ως το Ηράκλειο είχε γεμίσει το βαγόνι μας. «Ποιοι είμαστε;», θα αναρ...